Η βιολογική καταπολέμηση των επιβλαβών οργανισμών, συχνά αναφερόμενη ως βιολογικός έλεγχος, είναι μια μέθοδος διαχείρισης των επιβλαβών οργανισμών με τη χρήση αρπακτικών, παρασιτοειδών ή παθογόνων οργανισμών. Η προσέγγιση αυτή συνεργάζεται με τη φύση για τη διατήρηση της ισορροπίας των οικοσυστημάτων και την προστασία των καλλιεργειών χωρίς να καταφεύγει σε επιβλαβείς χημικές ουσίες.
Στη βιολογική καταπολέμηση των παρασίτων, ωφέλιμοι οργανισμοί όπως παρασιτικές σφήκες και αρπακτικά ακάρεα εισάγονται στις γεωργικές καλλιέργειες για να θηρεύουν ή να παρασιτούν επιβλαβή παράσιτα όπως αφίδες, ακάρεα αράχνης, αλευρώδη ή κάμπιες. Εναλλακτικά, τα μικροβιακά εντομοκτόνα, τα οποία αποτελούνται από φυσικά βακτήρια, ιούς ή μύκητες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη στόχευση συγκεκριμένων ειδών παρασίτων, ενώ οι μη στοχευόμενοι οργανισμοί παραμένουν αβλαβείς.
Σε αντίθεση με τα χημικά φυτοφάρμακα, τα οποία μπορεί να έχουν επιζήμιες επιπτώσεις στα οικοσυστήματα, η βιολογική καταπολέμηση παρασίτων χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς της ίδιας της φύσης, όπως τα αρπακτικά, τα παράσιτα και τους ωφέλιμους μικροοργανισμούς, για να διατηρεί τους πληθυσμούς των παρασίτων υπό έλεγχο. Αυτή η προσέγγιση όχι μόνο μειώνει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις αλλά ελαχιστοποιεί επίσης τον κίνδυνο ανθεκτικότητας στα φυτοφάρμακα, καθιστώντας την μια βιώσιμη και αποτελεσματική μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη διαχείριση των παρασίτων. Επιπλέον, καθώς οι καταναλωτές και το λιανεμπόριο προτιμούν όλο και περισσότερο τα βιολογικά και φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα, η ζήτηση για βιολογικές μεθόδους καταπολέμησης παρασίτων είναι πιθανό να αυξηθεί, καθιστώντας την μια μελλοντική επιλογή για τη γεωργία και τη διαχείριση παρασίτων.